Αιθέρια η μορφή που με προσπέρασε,
σαν τον καπνό που ξεγλιστρά απ τα δάχτυλα.
Λεπτός αέρας, κι η ανάσα που δεν ξέχασε,
σαν μια ταινία ξετυλίγει τα όνειρα.
Δειλά δειλά κ τρομαγμένα,
αργοσαλεύουν μες στα βλέφαρα.
Σαν να μην ήθελαν να με ξυπνήσουν.
Ξέρουν πως όσα έζησα εκεί κουρνιάζουν,
γι αυτό ξαφνιάστηκαν σαν είδαν την μορφή.
Γι αυτό κ σώπασαν… Για να μην την τρομάξουν.
Βλέπεις αυτή είχε φύγει τρομαγμένη από καιρό.
Έγινε μια ανάσα, μια μικρή σκιά
που έπαιζε με τις κόρες των ματιών μου.
Πάντα την νύχτα, όταν μπορούσε να κρυφτεί,
να μοιάζει ξεχασμένη.
Τρύπωνε μες στα όνειρα κι εκεί έπαιρνε σώμα.
Μα τώρα δεν κοιμόμουν. Η μήπως κάνω λάθος;
Αν όλα ήταν ένα ακόμα όνειρο;
Μουδιάζω ολόκληρος.
Πλημμυρισμένος επιστρατεύω τις αισθήσεις μου,
ξαναμετρώ τις ανάσες μου.
Όλα αυτά τα χρόνια πάντα μου έλειπε μια.
Όχι όμως τώρα. όχι σήμερα.
Δεν μπορώ να θυμηθώ πότε ήμουν έτσι.
Ολόκληρος!
Ένας κόμπος σκάλωσε στο λαιμό μου.
Κι αν όλα ήταν ένα ακόμα όνειρο;
Κάποιος είχε πει ότι η αληθινή ευτυχία δεν είναι παρά στιγμές,
μικρές διακοπές μέσα στην κουραστική μονοτονία
μιας τόσο μικρής και ασήμαντης ύπαρξης.
Κι εγώ ζούσα μια τέτοια στιγμούλα.
Κι αν ήταν όνειρο ένα μονάχα θα έπρεπε να πω.
Καλωσήρθες.
