Ψιλόβρεχε, γύρω του η γη ξεδίψαγε
Κι αυτός με τον γιακά του σηκωμένο
έμοιαζε σαν να αγκάλιαζε σφιχτά τον εαυτό του,
και τον νανούριζε.
Κουλουριασμένος κάτω από ένα νάιλον
Φαινόταν σαν να χαμογελούσε.
Κείνη την νύχτα όλη έβρεχε,
μα ήταν όμορφη βροχή,
δεν είχε μέσα της μανία.
Ίσως γι αυτό την αγαπούσε.
Του θύμιζε το ερωτοβρόχι
και γέμιζε η καρδιά του μυρωδιές
και αναμνήσεις.
Του θύμιζε και κείνα τα όνειρα
Που κράταγε μικρός
σε μια τόση δα παλάμη,
και τα έχωνε στον κόρφο του
σαν έτσουζε το κρύο.
Ποτέ του δεν τον ένοιαξε το κρύο.
Με τη σιωπή κρυμμένη μες το βλέμμα του
και μια απόκοσμη ηρεμία
παρατηρούσε τους περαστικούς.
Δεν ήξερε αν βιαζόταν να φτάσουν κάπου ,
αν ήταν η βροχή ή
αν η βιασύνη ήταν στην φύση τους,
μα για όσους το τελευταίο ισχύει,
λυπάται μέσα του βαθιά.
Έτσι, μουρμούρισε, ποτέ σας δεν θα ζήσετε,
ζωή δεν είναι να παλεύεις με τον χρόνο.
Ζωή είναι να μοιράζεσαι,
να αφήνεις την βροχή να σε χτυπά
και να μην νοιάζεσαι.
Ποτάμι μέσα μας βαθύ ο κόσμος!!!
Μα θέλει προσοχή αυτός ο ποταμός.
αν τον αφήσουμε να πλημμυρήσει
μέσα του θα μας πνίξει.
Έτσι σας έπνιξε κι εσάς,
μουρμούρισε θλιμμένος,
έτσι με έπνιξε κι εμένα.
Κι όλο σιγοψιθύριζε
για έναν βραχνό προφήτη,
που ξέμεινε τις ράγες της ψυχής του
να κοιτά.
Και για ένα τραίνο της φωτιάς,
που στους συρμούς του πάνω,
κουβάλαγε τα όνειρα
μιας παιδικής καρδιάς.
Κι έλεγε κι άλλα πιο πολλά
καθώς περνούσε η ώρα.
Κι αυτός με τον γιακά του σηκωμένο
έμοιαζε σαν να αγκάλιαζε σφιχτά τον εαυτό του,
και τον νανούριζε.
Κουλουριασμένος κάτω από ένα νάιλον
Φαινόταν σαν να χαμογελούσε.
Κείνη την νύχτα όλη έβρεχε,
μα ήταν όμορφη βροχή,
δεν είχε μέσα της μανία.
Ίσως γι αυτό την αγαπούσε.
Του θύμιζε το ερωτοβρόχι
και γέμιζε η καρδιά του μυρωδιές
και αναμνήσεις.
Του θύμιζε και κείνα τα όνειρα
Που κράταγε μικρός
σε μια τόση δα παλάμη,
και τα έχωνε στον κόρφο του
σαν έτσουζε το κρύο.
Ποτέ του δεν τον ένοιαξε το κρύο.
Με τη σιωπή κρυμμένη μες το βλέμμα του
και μια απόκοσμη ηρεμία
παρατηρούσε τους περαστικούς.
Δεν ήξερε αν βιαζόταν να φτάσουν κάπου ,
αν ήταν η βροχή ή
αν η βιασύνη ήταν στην φύση τους,
μα για όσους το τελευταίο ισχύει,
λυπάται μέσα του βαθιά.
Έτσι, μουρμούρισε, ποτέ σας δεν θα ζήσετε,
ζωή δεν είναι να παλεύεις με τον χρόνο.
Ζωή είναι να μοιράζεσαι,
να αφήνεις την βροχή να σε χτυπά
και να μην νοιάζεσαι.
Ποτάμι μέσα μας βαθύ ο κόσμος!!!
Μα θέλει προσοχή αυτός ο ποταμός.
αν τον αφήσουμε να πλημμυρήσει
μέσα του θα μας πνίξει.
Έτσι σας έπνιξε κι εσάς,
μουρμούρισε θλιμμένος,
έτσι με έπνιξε κι εμένα.
Κι όλο σιγοψιθύριζε
για έναν βραχνό προφήτη,
που ξέμεινε τις ράγες της ψυχής του
να κοιτά.
Και για ένα τραίνο της φωτιάς,
που στους συρμούς του πάνω,
κουβάλαγε τα όνειρα
μιας παιδικής καρδιάς.
Κι έλεγε κι άλλα πιο πολλά
καθώς περνούσε η ώρα.
Μα η βροχή τα λόγια του
τα κάρφωνε στο χώμα…
τα έκανε παραμιλητό,
τα έκρυβε στην μπόρα.
Κι όμως τα λόγια που καρφώθηκαν στην γη
γινήκαν δέντρα,
και τα κλαδιά τους χάριζαν δροσιά
σ όσους διαλέγαν να σταθούν…
Και κάπου εκεί βρισκόταν χαραγμένη μια φράση…
Ζωή δεν είναι να παλεύεις με τον χρόνο.
Ζωή είναι να μοιράζεσαι,
να αφήνεις την βροχή να σε χτυπά
και να μην νοιάζεσαι.
τα κάρφωνε στο χώμα…
τα έκανε παραμιλητό,
τα έκρυβε στην μπόρα.
Κι όμως τα λόγια που καρφώθηκαν στην γη
γινήκαν δέντρα,
και τα κλαδιά τους χάριζαν δροσιά
σ όσους διαλέγαν να σταθούν…
Και κάπου εκεί βρισκόταν χαραγμένη μια φράση…
Ζωή δεν είναι να παλεύεις με τον χρόνο.
Ζωή είναι να μοιράζεσαι,
να αφήνεις την βροχή να σε χτυπά
και να μην νοιάζεσαι.
