Ένα μονότονο τικ τακ
νανούριζε τις μνήμες της,
κι εκείνη ούτε που σάλευε
για να μην τις ξυπνήσει.
Μονάχα μάζευε ανάσες!
Εκεί, σε ένα δωμάτιο
και με κρεβάτι δανεικό,
ξενύχταγε.
Με ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο
και με καρδιά γεμάτη,
έμπαινε μέσα στο όνειρο.
Ταξίδευε σε κόσμους που δεν έζησε
και έπαιζε με τον άνεμο κρυφτό.
Βούταγε μες τις λίμνες των ματιών της
κι έφερνε τα κοράλλια της ψυχής της
δώρο σε ένα γνώριμο Θεό .
Κι αποκοιμιότανε !
νανούριζε τις μνήμες της,
κι εκείνη ούτε που σάλευε
για να μην τις ξυπνήσει.
Μονάχα μάζευε ανάσες!
Εκεί, σε ένα δωμάτιο
και με κρεβάτι δανεικό,
ξενύχταγε.
Με ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο
και με καρδιά γεμάτη,
έμπαινε μέσα στο όνειρο.
Ταξίδευε σε κόσμους που δεν έζησε
και έπαιζε με τον άνεμο κρυφτό.
Βούταγε μες τις λίμνες των ματιών της
κι έφερνε τα κοράλλια της ψυχής της
δώρο σε ένα γνώριμο Θεό .
Κι αποκοιμιότανε !

