Ήταν ένα κρύο απόγευμα.
Τυλίχτηκε με ασπρόμαυρες εικόνες
Τυλίχτηκε με ασπρόμαυρες εικόνες
μπαλώματα και δανεικές ελπίδες,
μα κρύωνε ακόμη.
Δεν του είχαν μείνει και πολλά βλέπεις.
Τίναξε το χέρι του απότομα
Δεν του είχαν μείνει και πολλά βλέπεις.
Τίναξε το χέρι του απότομα
σαν να ξυπνούσε από εφιάλτη
και άφησε να φτάσει ως τις άκρες των δάκτυλων του
η λυπημένη φρόνηση της συνειδητοποίησης.
Λιγοστός πια, λιγότερος από ποτέ,
Λιγοστός πια, λιγότερος από ποτέ,
κράτησε την παλάμη του συνειδητά ανοιχτή
προσπαθώντας να αγγίξει τις μνήμες του.
Τα δάχτυλα πονούσαν τώρα ,
σχεδόν κοκκαλομένα εκλιπαρούσαν να γίνουν ένα,
Τα δάχτυλα πονούσαν τώρα ,
σχεδόν κοκκαλομένα εκλιπαρούσαν να γίνουν ένα,
μα αυτός συνέχιζε.
Η κρύα πάχνη της άρνησης έψαχνε τις θύμησες,
Η κρύα πάχνη της άρνησης έψαχνε τις θύμησες,
πριν τις πληγώσει η αλήθεια .
Το βλέμμα του έμοιαζε να αφομοιώνει το κενό
Το βλέμμα του έμοιαζε να αφομοιώνει το κενό
την ώρα που μια ανάσα έφτανε στα χείλη του
ανακατεμένη με δύο ακατάληπτους φθόγγους.
Ήρθες !!!
Είπε, με απορία και ανακούφιση ταυτόχρονα.
Κι έμεινε εκεί!
Στην παραζάλη μιας επιθυμίας
Ήρθες !!!
Είπε, με απορία και ανακούφιση ταυτόχρονα.
Κι έμεινε εκεί!
Στην παραζάλη μιας επιθυμίας
που πήρε την μορφή ανάμνησης.
Προδομένος από την δική του ιστορία !
Προδομένος από την δική του ιστορία !
Σ.Ε.
