Ενα ποτήρι στο χέρι και μια ευχή που ξεμείνε στα χείλη του κρατάνε συντροφιά απόψε.
Είναι μεγάλη η νύχτα και αυτός έχει χαθεί για τα καλά μέσα της.
Ένας ζεστός άνεμος απλώνει την ανάσα του στους ώμους του και ψιθυρίζει μυστικά στα όνειρα του.
Είναι η νύχτα που γεννάει σκέψεις ;
Είναι η συνήθεια, είπε μια φίλη , τρυπώνοντας απροειδοποίητα στην σκέψη του.
Με ενα μουδιασμένο χαμόγελο πήρε τη ζακέτα της και την ξενάγησε στους φόβους του.
Χαμένες στιγμές, ψίθυροι και ξεθωριασμένες εικόνες έφτιαχναν ένα απόκοσμο τοπίο.
Δεν φάνηκε να ανησυχεί. Μάλλον της ήταν γνώριμο το σκηνικό.
Κινήθηκε με ιδιαίτερη άνεση στους διαδρόμους της αμφιβολίας και κοίταγε με πολύ ενδιαφέρον τους πίνακες με τις τύψεις που γέμιζαν τους τοίχους της εμμονής του.
Είμαι η συνήθεια του είπε. Κρύβομαι μες στα βλέφαρά, τις νύχτες της ξαγρύπνιας σου. Θα με δεις αν κοιτάξεις στις σιωπηλές κραυγές των αγέννητων στίχων σου και στις ουλές που αφήνουν οι γραμμές των μολυβιών σου.
Το ξέρω,
Σε ξέρω ψιθύρισε κοιτάζοντας τα χέρια του.
Κρατούσε ένα λυγμό του χθες.
Δέκα γράμματα όλα κι όλα , όσα τα δάχτυλα του, μα είχαν καταφέρει να γεμίσουν κάθε ίνα της ψυχής του απόψε.
Σε ξέρω; ξαναείπε,
Δεν σε σε ξέχασα ;
Και κάτι γνώριμο άγγιξε τα μάγουλα του
Σ.Ε.
