Ξύπνησες τρομαγμένη



Σκοτείνιασε πάλι, 
τα δάχτυλα που τρέμαν, 
δεν χωρούσαν στο παλτό σου.

κάθε ανάσα σου πρόδιδε τον αέρα. 
Ψυχρός, παγωμένος, 
σαν το βλέμμα σου.

Μια σκέψη σε είχε σκοτεινάσει. 
Μια σκέψη μόνο, 
τόσο δυνατή που πλημμύρισε όλα τα στεγανά σου.

Ξεψύχισε στο στόμα σου 
ένα παγωμένο γιατί και 
σήκωσες βίαια τον γιακά σου 
για να μην το ακούσεις. 

Έσφιξες την ζώνη του παλτού σου 
δυνατά και συνέχισες
βιαστικά τον δρόμο σου. 

Μίλούσαμε κείνο το απόγευμα... 
θυμάσαι ;

Να μαρκάρεις πάντα την έξοδο κινδύνου, σου έλεγα.

Να ξέρεις πως θα μπαίνεις 
και θα βγαίνεις στην ζωή, 
να βρίσκεις πάντα 
τον πιο σύντομο δρόμο διαφυγής. 

Κι εσύ..... έριξες ήρεμα το μαλλί σου 
στον κόσμο μου,
ζωγράφισες ένα χαμόγελο στα χείλη, 
αγκάλιασες το βλέμμα μου και αποκοιμήθηκες. 

Γιατί ξύπνησες τρομαγμένη ;
Τι τρύπωσε στα βλέφαρα σου
απρόσκλητο ; 

Μπήκε με την μελαγχολία μιας αργοπορημένης συγνώμης, 
και έφυγε με την βιασύνη 
μιας ξαφνικής νεροποντής . 

Αφησε πίσω του την μοναξιά 
του φόβου, μου είπες φεύγοντας . 

Μικρή μου ψευδαίσθηση, 
πως θα χωρέσεις μέσα στην ομίχλη 
της σιωπής ;
Πώς θα γιατρέψεις 
της φυγής σου τα χαλάσματα;

Μέσα σου στοιβιάζονται για χρόνια. 

Καληνύχτα.

Σ.Ε.



Share:

0 σχόλια