Ο Παλιάτσος
κάτω από τα θλιμμένα του ματιά.
Γέμισε πούδρα το πρόσωπο του
Φόρεσε το καπέλο του, την κατακόκκινη μύτη
και κοίταξε έξω απ το παράθυρο.
Νύχτωσε πάλι, είπε.
Μα ήταν μια νύχτα αλλιώτικη σχεδόν θεατρική.
Τα σύννεφα σαν αυλαία άνοιγαν
να φανεί ο ουρανός που και που. Τα άστρα του θύμιζαν τα φώτα της σκηνής,
που τρεμοπαίζαν.
Η βροχή έπαιζε ταμπούρλο στον τσιγκο του γείτονα,
σαν να ανήγγειλε ενός λεπτού σιγή,
λίγο πριν απ το σάλτο .
Πόσο του είχε λείψει το βλέμμα των παιδιών!
Αλοίμονο, τώρα γυρίζω δίχως μάσκα ,
μουρμούρισε.
Ένας κανονικός άνθρωπος,
αχρωμος , άοσμος, άφωνος.
Ποιος θα προσέξει έναν κανονικό άνθρωπο?
Πάντα ήμουν ένα διάλειμμα
Ένα διάλειμμα χωρίς, διαφημίσεις.
Ενας παλιάτσος είμαι εγώ,
είπε με δυνατή φωνή
και το σώμα του
τραντάχτηκε από τα γέλια
καθώς βουτούσε στο κενό.
Μα ήτανε γέλια ή κλάματα?
πότε μας δεν το μάθαμε.
Ακούσαμε μόνο το παράθυρο να τρίζει
Λίγο πριν απ το τελευταίο του σάλτο.
και η βροχή είχε σταματήσει εδώ και ώρα
Tags:
Ποιήματα

0 σχόλια