Ξενύχτησε, μα δεν του έφτασαν οι μνήμες στο ποτήρι του.
Καινούρια ζάλη ξημερώνει κι άλλη μέρα,
μέρα παράξενη κι άχρωμη,
που ζυγιάζει το μερτικό της και δεν λέει καλημέρα.
Δεν τον περίμενε ο βοριάς που τον προσπέρασε,
μονάχα έσερνε μαζί του απ τ αλώνια, κορφάδες στάχυα
και τις σκόνες απ το χθες.
Κάποιες καρφώθηκαν στ αχτένιστα μαλλιά του
κι άλλες τυλίχτηκαν σ ατέλειωτο χορό
μες το πλακόστρωτο σοκάκι.
Κείνος τις κοίταγε τελείως σαστισμένος…
και δεν το γνώριζε πως να τ αποφασίσει.
Να ψηλαφίσει τις κορφάδες απ τις μνήμες του…
ή να χορέψει σ ένα ξέφρενο χορό μες στο πλακόστρωτο…
Το ίδιο αυτό πλακόστρωτο που χρόνια τώρα οι θύμισες πατούνε,
παρέα με ευχές, ανάσες, προσευχές!
Με βλέμμα πιο αβέβαιο απ το βήμα του,
παρατηρούσε μια ναζιάρα ηλιαχτίδα, να παίζει με τις αυλακιές.
Άλλες στου χρόνου το βαθύ λαξεύτηκαν με πείσμα
πάνω στις πλάκες κι άλλες σε πείσμα του καιρού φορούσαν τα καλά τους.
Κρατούσαν μέσα τους την πρώτη ανάσα της αυγής και τραγουδούσαν.
Αξίζει να ζεις σαν παιδί,
Μονάχος μην κλαις στην βροχή.
Μην ψάχνεις παπούτσια στενά,
Ξυπόλυτος ειν πιο καλά.
Μονάχος μην κλαις στην βροχή.
Μην ψάχνεις παπούτσια στενά,
Ξυπόλυτος ειν πιο καλά.
Μην χάνεσαι μέσα στο χθες,
Άκου του ανέμου τις φωνές,
Τόσες ευχές …
κι ας μην τις έφερε για σένα.
Άκου του ανέμου τις φωνές,
Τόσες ευχές …
κι ας μην τις έφερε για σένα.
Και όμως μαγικά,
όλες σε πήραν αγκαλιά,
Στο λέω μην ζητάς πάρα πολλά.
όλες σε πήραν αγκαλιά,
Στο λέω μην ζητάς πάρα πολλά.
Τότε το σκέφτηκε. Τις μνήμες τις φορούσε σαν δυο παπούτσια.
Δυο παπούτσια που τον στένευαν, τον στένευαν τόσο πολύ που κάθε βήμα του τον πλήγιαζε βαθύτερα,
κι οι κουρασμένοι κάλοι του του θύμιζαν πως θα ταν καλύτερα να μην περπατάει άλλο πια.
Μα έτσι θα πρεπε;Δυο παπούτσια που τον στένευαν, τον στένευαν τόσο πολύ που κάθε βήμα του τον πλήγιαζε βαθύτερα,
κι οι κουρασμένοι κάλοι του του θύμιζαν πως θα ταν καλύτερα να μην περπατάει άλλο πια.
Γιατί αυτές οι αυλακιές χορεύουν με τα χρώματα της ηλιαχτίδας
και τρέχουν να μαζέψουν την πρώτη ανάσα της αυγής,
κι οι άλλες δίπλα σκοτιδιασμένες μόνο να βαθαίνουν ξέρουν;
Μήπως τις πρώτες δεν τις βάθυναν τα ίδια πόδια ίδιες ρόδες που περάσαν κι απ τις άλλες;
Ξυπόλυτος ειν πιο καλά … Είπε κi αυτός …
Και βάλθηκε να παίζει με την ηλιαχτίδα, ένα με το έδαφος κι αυτός ,
χωρίς παπούτσια κορδόνια και πληγές.
Και τραγουδούσε …
Αξίζει να ζεις σαν παιδί
Μονάχα αν έχεις ψυχή.
Μην βάζεις παπούτσια στενά,
Στις θύμισες δώσε φτερά!
Μονάχα αν έχεις ψυχή.
Μην βάζεις παπούτσια στενά,
Στις θύμισες δώσε φτερά!





